απασπάτευτος

απασπάτευτος
-η, -ο
αυτός που δεν τον πασπάτεψαν, δεν τον ψηλάφησαν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • απασπάτευτος — η, ο επίρρ. α αψηλάφητος: Δεν μπορούσε να πάει απασπάτευτα από το ένα δωμάτιο στο άλλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αψηλάφητος — αψηλάφητος, η, ο και αψηλάφιστος, η, ο αυτός που δεν ψηλαφήθηκε, απασπάτευτος, ανερεύνητος: Αποφάσισε να μην αφήσει αψηλάφητη την υπόθεση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”